πινυτόφρων

πινυτόφρων
πῐνῠτό-φρων, ονος, , ,
A of wise or understanding mind, of Odysseus, Q.S.14.630, AP3.8 (Inscr. Cyzic.); εὐμαθίη ib.7.22 (Simm.);

σιγή APl.4.325

(Jul.); ingenious, εὐχωλή (of an acrostic) Puchstein Epigr.Gr.p.10;

νοῦς Jul. Caes.319a

; restd. in Epic.Alex.Adesp.7.19.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πινυτόφρων — of wise masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πινυτόφρων — ονος, ὁ, ἡ, Α 1. (για τον Οδυσσέα) συνετός, σώφρων («μᾱτερ Ὀδυσσῆος πινυτόφρονος», Ανθ. Παλ.) 2. ευφυής, αγχίνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πινυτός «συνετός» + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ματαιό φρων] …   Dictionary of Greek

  • πινυτόφρονα — πινυτόφρων of wise masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πινυτόφρονας — πινυτόφρων of wise masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πινυτόφρονες — πινυτόφρων of wise masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πινυτόφρονι — πινυτόφρων of wise masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πινυτόφρονος — πινυτόφρων of wise masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”